ἁψὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁψὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἁψά ἐπίρρ. ἁψέα Κάρπ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἁψὲ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἁψεˬὰ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θεσσ. (Ἀιβάν. Ζαγορ.) Μακεδ. (Σισάν. Χαλκιδ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) –Λεξ. Δημητρ. ἁψὰ Ἄνδρ. Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἀστυπ. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ. Στέρν.) Κάλυμν. Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σίλατ. Σινασσ. Φερτ.) Κρήτ. Κυδων. Κύθν. Κύπρ. Κῶς Λέσβ. Μακεδ. Μαριούπ. Μύκ. Νίσυρ. Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. κ.ἀ.) Σάμ. Σκῦρ. Σῦρ. Τσακων. Χίος –ΘΓρυπάρ. Βοσκοπ. 81 –Λεξ. Πόππλετ. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ. (λ. ἀψὸς) ’ψὰ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Μαριούπ. ἅψα Καππ. (Σίλ.) ἁψὸ Καππ. (Ἀνακ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀψύς. Ἡ λ. καὶ παρὰ Φωσκόλ. Φορτουν. πρᾶξ. Α 179 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «τό πρᾶμα πῶς ἐπέρασε δὲν εἶναι μπορετό μου | ἔτσι ἁψὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ».
Σημασιολογία
1) Ὀργίλως, ὀξυχόλως Ἡπ. Θεσσ. Μακεδ. (Σισάν.) 2) Ἀποτόμως Πόντ. 3) Βιαίως, ὁρμητικῶς Μακεδ. (Σισάν.) Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ.: Ἁψεˬὰ πῆρι τὴ δ᾿λε͜ιὰ Σισάν. 4) Ταχέως Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀιβάν. Ζαγορ.) Κάλυμν. Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σίλ. Φερτάκ.) Κάρπ. Κύθν. Κύπρ. Μαριούπ. Μύκ. Πελοπν. (Καλάμ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Τραπ.) Σκῦρ. Σῦρ. Τσακων. –ΘΓρυπαρ. ἔνθ’ ἀν. –Λεξ. Πόππλετ. Μπριγκ. ᾿Ελευθερουδ. Δημητρ.: Ἁψὰ ἔλα Ἀμισ. Ἁψὰ νὰ ἔρκεσαι Οἰν. Ἔλα, κάνε ἁψά! Κύθν. Νά ᾿ρθ’ς ἁψὰ Μύκ. Πήγαινε ἁψὰ Σῦρ. Μοῦ ’πενε ἡ μάννα μου νὰ πάω ἁψὰ Κύθν. ’Ψὰ φέρε νερὸ Κόρθ. Μήν πορπατῇς τόσο ἁψὰ Λεξ. Πόππλετ. Τρέχα ἁψὰ ἁψὰ ᾿ς τὸ γιˬατρὸ Λεξ. Δημητρ. Τὸ καράβιν ἁψέα πάγει Κερασ || Φρ. Αψεˬὰ κὶ γλήγουρα (τάχιστα) Ζαγορ. Ἁψὰ τοὺ πῆρις (ταχέως διέτρεξες τὴν ἀπόστασιν) Ἀιβάν. Ἔπκιˬασεν δουλε͜ιὰν ἁψὰ ταὶ γεμᾶτα (ἐργάζεται μὲ ζῆλον καὶ ἀδιάκοπα) Κύπρ. Εὑρέθην του ἁψὰ ταὶ γεμᾶτα (τοῦ ἦλθαν τὰ πράγματα ἄσχημα, ἐπὶ φιλονικοῦντος) αὐτοθ || Παροιμ. Ἁψέα γλακᾷς τὸν γάαρον, ἁψέα τὀν ἀποστένεις (ὅτι ἡ σπουδὴ ἐπιφέρει ταχεῖαν κόπωσιν) Κάρπ. || ᾎσμ. Ἁψ’ ἂς λουστῇ Καλάνα μου, ἁψ᾽ ἂς πλυθῇ καλή μου, ἁψ’ ἂς φέρῃ τὸ γεῦμα μου καὶ τὸ μεημερ’νό μου Καππ. β) Ἀμέσως, πάραυτα Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Τραπ.) Σάμ. γ) ’Εγκαίρως Καππ. (Ἀραβάν.) δ) Ἐνωρίς, προώρως Καππ. (Ἀραβάν.) Σῦρ. Τῆν.: Ἔνα μῆνα πεˬὸ ἁψὰ Τῆν. Ἀκόμ’ εἶναι ἁψὰ Σῦρ. 5) Ἰσχυρῶς, σφοδρῶς Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Κάλυμν. Κῶς Λέσβ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Σκῦρ. Χίος: Νὰ τὴν χτυπήσῃς ἁψὰ Φιλιππούπ. Ἐχτύπεσε ἁψέα Ὄφ. Τραπ. Ἀέρας ἁψέα φυσᾷ Κερασ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Δουκ. Συνών. δυνατά. β) Δριμέως Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.): Ἁψέα πονεῖ Κερασ. 6) Μεγαλοφώνως Ἀστυπ. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ. Στέρν.) Κυδων. Κῶς Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νίσυρ. Πόντ. (Τραπ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ) Χίος -Λεξ. Πόππλετ. Ἐλευερουδ. Πρω.: Μιλῶ ἁψὰ Κυδων. Χίος κ.ἀ. Φωνάζω ἁψὰ Σκῦρ. Διˬαβάζω ἁψὰ Χίος || Φρ. Τοὺν πῆρι ἁψεˬὰ τοὺν ἡχὸ (ὁμιλεῖ ὀργίλως) Αἰτωλ. || Παροιμ. Ἁψὰ τὸ πῆρες καὶ δὲν τὸ βγάζεις πέρα (ἐπὶ τῶν ὑπερβαλλόντων τὰς ἑαυτῶν δυνάμεις) Λεξ. ᾿Ελευθερουδ. Συνών. ἁψᾶτα, ἁψινά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA