ἀνεμίστακας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμίστακας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνεμίστακας ὁ, Κρήτ. (᾿Αποκόρ. Κίσ. Σφακ κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀνεμιστὴς<ἀνεμίζω (Ι) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. – ακας.
Σημασιολογία
|) Ἡ κάμπη οἴστρου τοῦ προβατείου (oestrus ovinus) τῆς τάξεως τῶν οἰστρίδων (οestridae) ἀναπτυσσομένη ἐντὸς τῆς ρινὸς τῶν βοσκημάτων, ἰδίᾳ τοῦ προβάτου, καὶ προκαλοῦσα σπασμωδικὰς κινήσεις τοῦ ζῴου (ὅθεν τὸ ὄνομα) Κρήτ. (Σφακ. κ. ἀ.) ΙΙ) Παραφυάς τοῦ κλήματος ἐκφυομένη μετὰ τὸ κλάδευμα Κρήτ (᾿Αποκόρ.) ΙΙΙ) Πηγὴ ἀναβλύζουσα μόνον τὸν χειμῶνα ἐκ τῶν βροχῶν Κρήτ. (Κίσ) Συνών. ἀναβάλλουσα 1γ. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA