ἀνεμιστῆρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμιστῆρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνεμιστῆρας ὁ, λογ. κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ λογ. οὐσ. ἀνεμιστὴρ<ἀνεμίζω (Ι).
Σημασιολογία
Μηχάνημα ἠλεκτροκίνητον. διὰ τοῦ ὁποίου προκαλουμένου ρεύματος ἀέρος δροσίζεται ἢ καθαρίζεται ὁ εἰς κλειστὸν χῶρον περιεχόμενος ἀήρ. Συνών. ἀεριστῆρας 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA