ἁψάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁψάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁψάδα ἡ, Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Σουφλ.) Ἰόνιοι Νησ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Ἀμισ.) Σίφν. –ΑΒαλαωρ Ἔργα 3, 220 ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 180 ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 32 -Λεξ. ’Ελευθερουδ. ΜἘγκυκλ. Βλαστ. Δημητρ. ἁάδα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κεφαλλ. Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁψὺς καὶ τῆς καταλ –άδα (Ι).
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ ὀργίζεται κἀνεὶς εὐκόλως Ἤπ. ’Ιόνιοι Νησ. Σίφν. –ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. Λεξ. Ἐλευθερουδ. ΜἘγκυκλ.: Δὲν ἔχουν βασταμοὺς οἱ ἁψάδες του ’Ιόνιοι Νῆσ. || Ποίημ. Εἶχε γλυκάνει τὴν καρδιˬὰ τοῦ ’Ομἑρ πασσᾶ Βριόνη καὶ τοῦ ’χε σβήσει τὴ χολή, τὴν ἄγρια τὴν ἁψάδα 'ς τ' ἀνδρειωμένα σωθικὰ ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὀξύτης, δριμύτης Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Σουφλ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Σάντ.) –Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Δημητρ.: Ἡ ἁάδα τοῦ ξιδιˬοῦ Ζαγόρ Ἡ ἁψάδα τῆς κουπριᾶς Σουφλ. 3) Σφοδρότης ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν. ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. Ἀνεμούρας στροβίλιζε ἁψάδα ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν. Τῆς αὔρας ποῦ τοῦ λιˬοπυριˬοῦ μερεύει τὴν ἁψάδα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 4) Ὁ ἐρεθισμὸς ἐπιδερμίδος Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA