ἀνεμο-

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμο-

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνεμο- πολλαχ.

Ετυμολογία

Θέμα τοῦ οὐσ. ἄνεμος.

Σημασιολογία

Δι’ αὐτοῦ ὡς α’ συνδετ. σχηματίζονται 1) Οὐσιαστικὰ δηλοῦντα τὸν μικροῦ λόγου ἄξιον, τὸν εὐτελῆ καὶ μηδαμινόν, οἷον: ἀνεμάθρωπος, ἀνεμάπιδα, ἀνεμογιˬατρός, ἀνεμοδάσκαλος, ἀνεμοδουλε͜ιά, ἀνεμοκουβέντα, ἀνεμόκρασο, ἀνεμοκώπελλο, ἀνεμολα͜ιὲς, ανεμόπραμα, ἀνεμοσειρὰ (εὐτελὴς καταγωγή), ἀνεμόσουππα, ἀνεμόσπιτο, ἀνεμοστάφυλα, ἀνεμόσυκο, ἀνεμοσφούγγαρο, ἀνεμοχώραφο κτλ. Κρήτ. κ.ἀ. 2) Οὐσιαστικά, εἰς τὰ ὁποῖα τὸ α΄ συνθετ. δὲν ἔχει ὡρισμένην σημασίαν, ἀλλὰ κεῖται μᾶλλον συμβολικῶς, ἐπλασθησαν δὲ διὰ νὰ λέγωνται εἰς ἐπῳδὰς κατὰ τοῦ ἐρυσιπέλατος, τὸ ὁποῖον ἐκφράζεται διὰ τῆς λ. ἀνεμοπύρωμα ἐχούσης ὁμοίως α΄συνθετ. την λ. ἄνεμος, οἷον: ἀνεμοκάρδαρο, ἀνεμοπάλουκο, ἀνεμοτσαντίλα, ἀνεμοτσέκουρο, ἀνεμόστρουγγα, ἀνεμοτύρι Πελοπν. (Ξηροχώρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/