ἁψαθῆτε
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁψαθῆτε
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁψαθῆτε προστ. Πόντ. (Ἀμισ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἁψά.
Σημασιολογία
Κάνετε γρήγορα, σπεύσατε, ταχύνατε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA