ἀνεμοβόρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοβόρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνεμοβόρι τό, ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάν. 162 ἀνεμόβορο ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 20
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ ἄνεμος καὶ βορεˬάς. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀγριοβόρι, καλὸς-καιρὸς > καλοκαίρι κττ.
Σημασιολογία
Βόρειος ἄνεμος: μπῆκε ὁ ἄγριος καὶ φοβερὸς χειμῶνας μ᾽ ἀνεμοβόριˬα ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. ǁ Ποιημ. Χαίροντας 'ς τ’ ἀνεμόβορο, τό δρόλαπα ἀψηφῶντας, ἀναφτεριˬάζει μοναχὸς ὁ βασιλεˬὰς τοῦ αἰθέρα (δηλ. ὁ σταυραετὸς) ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA