ἀνεμογέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμογέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεμογέρνω ἀμάρτ. ἀνεμοέρνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μετοχ. ἀνεμογερμένος Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ρ. γέρνω.

Σημασιολογία

1) Συγκλονίζω τι βιαίως ὡσεὶ ὑπὸ σφοδρᾶς πνοῆς ἀνέμου, ὑπὸ λαίλαπος, καταρρίπτω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Φρ. Ὁ Χάρως ν᾿ ἀνεμοείρῃ τὰ θεμέλιˬα τοῦ σπιθιˬοῦ τζη! (ἀρά). Πβ. ξεθεμελιˬώνω, ξεπατώνω. β) Ἑξαφανίζω, καταστρέφω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Οἱ διˬαόλοι ν᾽ ἀνεμοείρου dό σπίτι σου! (ἀρά). 2) Φέρω τὰ ἄνω κάτω, προξενῶ δεινὴν σύγχυσιν καὶ ἀταξίαν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἤφηκα τὰ παιδιˬά μου μοναχὰ κ᾽ ἐπιˬάσα g’ ἐνεμοείρα dό σπίτι μου. Ἦρθα κ᾿ ηὕρηκα ἀνεμοερμένο τό gόσμο (τὸ σπίτι). Κασσέλλα ἀνεμοερμένη. Μετοχ ἀνεμογερμένος=ἀνακινημένος Σίφν.: Φρ. Ἔχω πέτρα ἀνεμογερμἐνη (πολλὰς οἰκοδομὰς ἔκαμα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/