ἀνεμογλέντι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμογλέντι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνεμογλέντι τό, ΠΓεννάδ. 303

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ γλέντι. Πβ. καὶ ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918 20) 69.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἐλξίνη (parietaria) τῆς τάξεως τῶν κνιδωδῶν (urticaceae). Συνών. *ἀνεμάχλαδο, ἀνεμοκλάδι, ἀνεμόχορτο, κολλητσίδα, παρθενούδι,περδικάκι, περδικόχορτο, ποτηροπλύτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/