ἀνεμόδαρτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμόδαρτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεμόδαρτος ἐπίθ. ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 67 ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 92 καὶ 118-(᾿Ελεύθ. Βῆμ. Ἰουνίου 1984)-Λεξ. Βλαστ. ἀνεμόαρτος Κάρπ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνεμόδαρτος.
Σημασιολογία
Ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου δερόμενος, προσβαλλόμενος, ὁ ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἄνεμον: ᾿Ανεμόδαρτη καλαμεˬά ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. Τέντα ἀνεμόδαρτη ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 92. Ξεσκέπαστο ἀνεμόδαρτο λιμάνι ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 118. Βαρκάριδες ἀνεμόδαρτοι (’Ελεύθ. Βῆμ. ἔνθ᾽ ἀν.) Δέντρον ἀνεμόαρτον Κάρπ. Συνών. ἀνεμοδούρικος. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Ανεμόαρτος καὶ ὡς τοπων. Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA