ἀνεμοδέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοδέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμοδέρνω Ἤπ.Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων) κ.ἀ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,146 καὶ 177-Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνεμοδέρνου Εὔβ. (Κύμ.) ἀνιμουδέρνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Παθ. ἀνεμοδέρνομαι ΣΜατσούκ. Γλυκοχαράμ. 38 ἀνεμοδέρνουμ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μετοχ. ἀνεμοδαρμένος Πελοπν. (Ἀρκαδ.)- ΜΦιλήντ. Θρῦλ. 29
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ρ. δέρνω.
Σημασιολογία
1) Πλήττω τὸν ἄνεμον ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 146: Ποίημ. Ἀρμένιζε τό φάντασμα, τὰ νεκρολίβανά του τά ’χει φτερούγιˬα ’ς τὰ πλευρὰ κιˬ ἀνεμοδέρνει ὁ Χάρως. 2) Πνέων ἰσχυρῶς πλήττω. ταλαιπωρῶ, ἐπὶ ἀνέμου Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶ.) Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) -ΣΜατσούκ. ἔνθ᾽ ἀν.-Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Ὁ ἄνεμος ἀνεμοδέρνει τὸ δέdρο Θήρ. Λάκων. Ὁ ἀέρας τ᾽ ἀνεμοδέρνει τὸ σπίτι Ἤπ. Οὑ ἀέρας ἀνιμουδέρν’ τ’ λεύκα Ζαγόρ. Τὸ σπίτι μας ἀνεμοδέρνεται ὅλο τὸ χειμῶνα Λεξ. Δημητρ. Ἀνεμοδάρθηκε δυˬὸ μερόνυχτα τὸ καΐκι αὐτόθ. ᾿Ανεμοδαρμένα σταφύλιˬα Κρήτ. Πουλλὶ ἀνεμοδαρμένο ΜΦιλήντ. ἔνθ’ ἀν. ǁ Φρ. ᾿Ανεμοδαρμένε! (ἀρὰ) Ἤπ. ǁ Ποίημ. Κιˬ ὅντας ἀνεμοδέρνεσαι καὶ ἀνεμοτραυε͜ιέσαι κιˬ ἀκοῦς τὸν ἄνεμο κιˬ ἀχεῖ παράξενα τραγούδιˬα ΣΜατσούκ. ἔνθ᾽ ἀν. Καὶ ἀμτβ πλήττομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 177-Λεξ. Βλαστ Δημητρ.: Ἀνεμοδέρνει τὸ καράβι ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι Λεξ. Δημητρ. ǁ Ποιημ. Μαῦρο κῦμα ἀνεμοδέρνει | καὶ δὲ βρίσκει ἕνα γιˬαλὸ ΑΒαλαωρ. ἔνθ ’ἀν. Συνών. ἀεροδέρνομαι. 3) Περιφέρομαι ἀσκόπως, μένω ἄεργος Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA