ἀνεμοδουλε͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοδουλε͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσοαστικό
Γένος
Θηλύκό
Τυπολογία
ἀνεμοδουλε͜ιὰ ἡ, Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Λάκων) κ. ἀ. -ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,267 -Λεξ. Δεὲκ Κομ. Λαουνδ. Μπριγκ Δημητρ. ἀνιμουδ’λε͜ιὰ Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἴν.) Μακεδ (Καταφύγ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ δουλε͜ιά. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἐργασία ἐπιπολαία, μηδαμινὴ ἢ ματαία καὶ ἀνωφελὴς ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὰ ποῦ κάνεις εἶναι ἀνεμοδουλειὲς (συνών.φρ.τ’ ἀνέμου δουλε͜ιὲς πολεμᾷς) Κρήτ. συνών. ἀνεμοδούλιν Πβ. ἀνεμο-.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA