ἀνεμοζάλη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοζάλη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεμοζάλη ἡ, κοιν. ἀνιμουζάλα Ἄνδρ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνιμουζά’ βόρ. ἰδιώμ. ἀνεμοντζάλη Χίος
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀνεμοζάλη.
Σημασιολογία
1) Θύελλα, λαῖλαψ, καταιγίς: Ἔπιˬασε-σηκώθηκε ἀνεμοζάλη κοιν. ǁ Φρ. Ἔ, ποῦ νὰ σὲ πάρ’ ἡ ἀνεμοζάλη! (ἀρὰ) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ’Σ τ᾿ ἀνάθεμα καὶ ᾿ς τἠν ἀνεμοζάλη! (ἐνν. νὰ πᾶς!) Ἄνδρ. ǁ Παροιμ. φρ. Ὁ λύκος ’ς τὴν ἀνεμοζάλη χαίρεται (ἐπὶ κακοῦ ἢ κλέπτου ἐπωφελουμένου ἀνωμάλου τινὸς περιστάσεως. Πβ.Σοφοκλ.Φιλοκτ.643 «οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ’ ἐναντιούμενον,| ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἁρπᾶσαι βίᾳ») σύνηθ. Ὁ καλὸς καραβοκύρις ’ς τὴν ἀνεμοζάλη δείχνεται (ὁ καλὸς ἄρχων εἰς δυσκόλου; περιστάσεις ἀποδεικνύει τὴν ἱκανότητα του) Ζακ ǁ ᾎσμ. Σῦρε, ᾽ς τ᾿ ἀνάθεμα νὰ πάς καὶ ᾽ς την ἀνεμοζάλη κ’ ἐγὼ μ᾽ αὐτὰ τὰ νεˬᾶτα μου ἀγάπη βρίσκω ἄλλη Ἤπ. Πέ μου, νὰ ζήσῃς, ’ὲροdα, τίνος εἶναι τ᾽ ἀbέλι; -Ἄς εἶναι τσ᾽ ἀστραποβροdῆς κιˬ ἂς εἶν᾽ τσ᾿ ἀνεμοζάλης (’ὲροdα=γέροντα) Ἀπύρανθ. Κόρ’, ἀποποῦ ’ν’ τὸ γένος σου, ᾽ποποῦ ’ν’ τὸ φυσικό σου; -Ἀπὸ τὸ πυργιˬανάθεμα τσ᾿ ἀφ᾽ τὴν ἀνεμοζάλη Χίος -Ποιημ. Ἦλθ'αν ἐκεῖ μὲ τρομερή, μὲ μαύρη ἀνεμοζάλη, γιˬά νά ’βρούν τόν πατέρα του σ’ ἐκε͜ιό τὸ περιγιˬάλι ΑΒαλαωρ Ἔργα, 2,167. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμικὸς Β 1 2) ’Αὴρ Κύπρ.: Παροιμ, Ἁπὄει την ἀπομονὴν πκιˬάν-νει την νύχταν ψάριν τιˬ ἁποει την ἀνάγκασιν πκιˬάν-νει ἀνεμοζάλην (ὅτι πρὸς ἐπιτυχίαν δὲν πρέπει νὰ βιαζώμεθα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA