ἀνεμόκαιρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμόκαιρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνεμόκαιρος ὁ, Πελοπν. -Λεξ. Βλαστ Δημητρ.

Ετυμολογία

Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ καιρός.

Σημασιολογία

Ἄνεμος ἰσχυρὸς ἔνθ’ἀν.: ᾎσμ. Κ᾽ ἐβγῆκα νύχτα’ς τὰ βουνά, ’ς τοὶς ράχες καὶ ᾽ς τὰ πλάγιˬα κ᾿ ἀκῶ τὸν ἀνεμόκαιρο μὲ τὰ κλαδιˬὰ μαλώνει Πελοπν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/