ἀνεμοκλώστινος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοκλώστινος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεμοκλώστινος ἐπίθ. ἀνεμοκλώστρινος Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ κλωστή. Περὶ τῆς ἀναπτύξεως τοῦ ρ εἰς τὸν τύπ. ἀνεμοκλώστρινος ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 87.
Σημασιολογία
Ὁ πλεγμένος ἐκ λεπτῶν νημάτων: ᾎσμ. ᾿Ανεμοκλώστρινον κλουβὶν νὰ κάμω νὰ σοῦ πέψω νὰ βάλῃς τὴν ἀάπην μας, ὥστε νὰ τήν χνωρίζω (γνωρίζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA