ἀνεμόπαχνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμόπαχνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεμόπαχνη ἡ, ’Αθῆν. ἀνεμόπαχνο τό, Νπολιτ. Ἐκλογ.177 -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ πάχνη.
Σημασιολογία
Φάτνη ἵππου κατασκευαζομένη ὑψηλά, εἰς τὸ ὕψος τοῦ στήθους του ἔνθ’ ἀν. : Ποιημ. Γυρεύει βόιδα τοῦ ζυγοῦ, φοράδα τῆς καβάλλας, γυρεύει κιˬ ἀνεμόπαχνο νἀ τρώῃ ἡ φοράδα μέσα ΝΠολιτ ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA