ἀνεμοπόδαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοπόδαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεμοπόδαρος ἐπίθ. ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,377 ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 58-Λεξ. Μπριγκ. ἀνιμουπόδαρους Θρᾴκ. (Αἴν)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ ποδάρι.
Σημασιολογία
Ταχύπους ἔνθ’ ἀν. : Ποιήμ. Μιˬὰ μάνν’ ἀνεμοπόδαρη φωτιˬά μὲ τὸ μαστάρι τὸ πότισε ’ς τὴν ἔρημο… (ἐνν. τὸ ἄλογο) ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. Κιˬ αὐτὰ φεύγουν σὰν πετούμενα | κιˬ αὐτὰ κάνουνε σὰν κἄπο͜ια ξένα ἀγρίμιˬα, ἀνεμοπόδαρα, | ταραμένα ἀπὸ δρολάπιˬα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμοπάτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA