ἀνεμόρριχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμόρριχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεμόρριχτος ἐπίθ. Κρήτ. ἀνεμόρριφτος Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ἐπιθ. *ριχτός < ρίχνω.
Σημασιολογία
Ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου καταρριφθεὶς ἢ φερόμενος ἔνθ ἀν. ᾿Ελα͜ιές ἀνεμόρριφτες Ρόδ. ǁ Φρ. ’Ανεμόρριχτος ἄνθρωπος (τυχαῖος) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA