ἀνεμοσκονίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοσκονίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμοσκονίζω Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ σκόνι.
Σημασιολογία
1) Σκορπίζω τι ὡς ὁ ἄνεμος τὸν κονιορτὸν ἔνθ' ἀν.: Ἡ μυῖα ’πιˬασε dὸ μουλάρι κ᾽ ἐκόdευγε ν' ἀνεμοσκονίσῃ τὸ φορτίο ᾿Απύρανθ. ᾿Επαdρέψα dὴ θυατέρα κ᾽ ἦρθεν ὁ ἀbρὸς κ᾽ ἐνεμοσκόνισέ τζ’ ἀπουμέσ’ ᾿ς τὸ σπίτι dωνε (᾽αbρὸς = γαμβρὸς) αὐτόθ. Ρακὴ ἄνεμοσκονισμένη. Συνών. ἀνεμοσκορπίζω 1. 2) Μεσ. ἐξαφανίζομαι Νάξ.: Ἠπήαινε ᾽ς τὸ ᾽μάο κ’ ἤκαμένε μάγιˬα ν᾿ ἀνεμοσκονιστῇ τὸ παιδὶ (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA