ἀνεμοσκόρπιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμοσκόρπιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνεμοσκόρπιστος ἐπίθ. ΑΒαλαωρ Ἔργα 3,356-Λεξ.Πρω. ἀνιμουσκόρπιστους Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ ἄνεμος καὶ τοῦ ἐπιθ. σκορπιστός.

Σημασιολογία

Ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου σκορπιζόμενος ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἀνεμοσκόρπιστος νά γίνῃς ἀπομπροστά μου! Λεξ. Πρω. ǁ Ποίημ. …τρελλή, ξεστηθωμένη μ᾿ ἀνεμοσκόρπιστα μαλλιˬὰ καὶ μ᾿ ἀφρισμένο στόμα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/