ἀνεμόσπερμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμόσπερμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνεμόσπερμα τό, ΔΚοκκίν. Ὁ Ἀλέξης ὁ ἁμαξ. 6
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ σπέρμα.
Σημασιολογία
Σπέρμα τοῦ διαβόλου, ἐπὶ μικροῦ παιδίου: Τί σχέσι μποροῦσε νἀ ᾽χῃ αὐτὸς ὁ…. τίμιος Ἀλέξις…. μὲ κεῖνο τὸ ἀνεμόσπερμα; Συνών. διˬαβολόσπαρμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA