ἀνεμοσπόρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμοσπόρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνεμοσπόρισμα τό, Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ σπόρισμα.

Σημασιολογία

Κατὰ πληθ., τὰ ὑπὸ τοῦ διαβόλου σπαρέντα: Παροιμ. φρ. Ἀνεμοσπορίσματα διˬαβολοθερίσματα (κέρδη ἀδίκως ἀποκτηθέντα δὲν εἶναι σταθερὰ). Πβ. ἀνεμομάδεμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/