ἀνεμοστροβιλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμοστροβιλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεμοστροβιλίζω ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,224 ἀνιμουστρουβ’λίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀνεμοστροφιλίζω Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ἀνεμοστριφουλίζω Λεξ. Δημητρ. Μέσ. ἀνεμοστροβιλίζομαι ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,238

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνεμοστρόβιλος.

Σημασιολογία

1) Στρέφομαι ὡς ἀνεμοστρόβιλος Θρᾴκ. (Αἶν.)-ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. : ᾎσμ. πέφτει τὸ χιˬόνι γυροθιˬὰ κι ἀνεμοστριφουλίζει, μὰ ἐμένα τήν καρδούλλα μου ἕνας καηˬμὸς φλογίζει Λεξ. Δημητρ. -Ποίημ. Ἀνεμοστροβιλίζονταν οἱ σπίθες τῆς χιˬονούρας, ὅσο νὰ φτάσῃ ᾿ς τὸ βουνὸ ρίχνει μιˬὰ πῆχυ χιˬόνι ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. β) Τρέχω ταχέως οἱονεὶ προκαλῶν ἀνεμοστρόβιλον ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Κιˬ ὅταν ἐγὼ ᾿ς τά Γιάννενα… μὲ τ᾿ ἄλογά σας ἔβλεπα νὰ λάμπετε ’ς τὸν ἥλιˬο, ν᾿ ἀνεμοστροβιλίζετε, σᾶς ἐχαιρόμουν, διˬάκε. 2) Ἀσωτεύω, σπαταλῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἄ δὲ d ἀνεμοστροφίλιζα, θελε νά ᾿χ᾿ ἀκόμα. Συνών. ἀνεμοσκορπίζω 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/