ἀνεμοστρόβιλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοστρόβιλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνεμοστρόβιλος ὁ, Εὔβ. (Ὀξύλιθ.) Θήρ. ’Ιων. (Σμύρν.) Κρήτ. Κύπρ. κ.ἀ.-Λεξ. Κορ. Ἄτ. 2,401 Περίδ. Μπριγκ. Βλαστ. ἀνεμοστρούβιλος Κύθν. ἀνεμοστρόφιλος Ἀθῆν. ΑΡουμελ (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Κέρκ. Κέως Κρήτ. Κύθν, Μῦκ. Νάξ. (᾿Απύρανθ. ᾿Εγκαρ.) κ. ἀ ἀνιμουστρόφ’λους Β. Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) κ. ἀ. ἀνεμοστρούφιλος Κεφαλλ. ἀνεμοστρόφουλος ΔΣολωμ. 324 ἀνεμοστρόφιλdος Ροδ. ἀνιμοστόοβιˬους Σαμοθρ. ἀνεμοστρόφιλε Τσακων. ἀνεμοστρόβιλας Ἤπ. Κύθν. ἀνεμοστρόφιλας ᾿Αθῆν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Κεφαλλ. Μύκ. Πελοπν. (Γορτυν. Μαντίν.) κ. ἀ. ἀνεμοστρόφιλ-λας Σύμ. ἀνεμοστρόφ’λας Μυκ. ἀνιμοτστρόφ’λας Μακεδ. Σαμ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τῆν. κ.ἀ. ἀνεμοστρούφιλας-Λεξ. Δημητρ. ἀνεμοστρούφουλας Ζάκ. Κέρκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. Λιβάρτζ.) ἀνεμοστρίφουλας Κεφαλλ. Κύθν. Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) Σῦρ. Λεξ. Περίδ. ἀνεμοστρίφτουλας Κεφαλλ.- Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. ἀνεμοστρόβιλο τό,-Λεξ. Βυζ. ἀνεμοστρόιλον Κάρπ. ἀνεμοστρόφιλο Ἀθῆν. Βιθυν. Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Αἴγ. Κλουτσινοχ. Κορινθ.) ἀνεμοστρόφ’λο Τῆν. ἀνιμουστρόφ’λου Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) ἀνεμοστρούφουλο Ζάκ. ἀνεμοστρίφουλο Κύθν. Σίφν. ἀνεμοστριφούλα ἡ, Πελοπν. (Λάκων) ἀνιμουστρουbούλα Λέσβ. ἀνεμοοτροφιλιˬά Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ στρόβιλος. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 935 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κ᾿ ἤκαν’ ἀνεμοστρόβιλο καὶ ταραχὴ μεγάλη». Ὁ τύπ. ἀνεμοστρόφιλος ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ στρέφω ἢ στροφή. Τὸ ἄνεμοστρίφτουλας διὰ τὸ στρίφτω. Τὸ οὐδ. ἀνεμοστρόφιλο(ν) καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
Στρόβιλος ἀνέμου, σίφων, τυφὼν (πιστεύεται ὅτι ὁ ἀνεμοστρόβιλος προκαλεῖται ὑπὸ δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι καἱ ὑπάρχουν ἐν αὐτῷ κατὰ τὴν διάβασίν του) ἔνθ’ἀν. : Σηκώθη δυνατὸς ἀνεμοστρόφιλας Γορτυν. Εἶντα ἀνεμοστρόφιλας εἴναι τοῦνος, τσαὶ τἀ λιθάριˬα ’κόμα σηκώνει! Κονίστρ Ἤπιˬασὲν᾿ ἀνεμοστρόφιλας τὴ νύχτα Ἄνδρ. Ἦρχε χτὲς ἕνας ἀνεμοστρίφουλας Σῦρ. Ἤρχενε ἕνα ἀνεμοστρίφουλο τσαὶ ξερρίζωσὲνε τὰ δεdρά Κύθν. Ἐσηκώθηκ᾽ ἓνα ἆνεμοστρόφιλο ποῦ χάλασ’ ὁ Θεὸς τὸν κόσμο Αἴγ. Παρ᾽ ὀλίγο νὰ μᾶς συνεπάρῃ τ᾽ ἀνεμοστρόφιλο Κλουτσινοχ. Ἦρθεν ἕναν ἀνεμοστρόφιλο κ᾿ ἐκόdευγε νὰ μὲ πάρ’ ἀπουμε’σ’ ’ς τ’ ἀbέλι ποῦ ᾿σκαβγα ᾿Απύρανθ. Οὑλόρραχα πααί’ οἶν ἆνιμουστρόφ’λας Αἰτωλ. ᾿Αξάφνου εἶδε ἐκεῖ ἕναν ἆνεμοστρόφιλο ποῦ τὸν ἅρπαξε καὶ χόρευε δίχως νὰ θέλῃ (ἐκ παραδ.) Ἀθῆν. Σηκώνεται ἕνας ἀνεμοστρόφιλας ποῦ συνεπαίρνει φύλλα κιˬ ἀγκάθιˬα κέ ὅ,τι βρῇ μπροστά του (ἐν. παραδ.) Μύκ. Ὅταν σ᾽κώνιτι ἀνιμουστρόφ᾽λας͵ οϊ νεράιδις ποῦ εἶνι μέσα δὲν κάν’ν κακὸ σὶ κἀνένα (ἐκ παραδ.) Μακεδ. ǁ ᾊσμ. Πουλλακιν ἔκανε φουλεˬὰ ᾽ς τῆς λειˬμονεˬᾶς τὸ φύλλο, φύσησ’ ἀνεμοστρόφιλος καὶ τοῦ τὴνε χαλάει Ἤπ. Σὰν ἀστραπὴ τὸ βλέμμα των κιˬ ὡσὰν βροντὴ ἡ λαλιˬά των κιˬ ὡσὰν ἀνεμοστρόιλον τὸ στρουφοΰρισμά των (ἐνν. τῶν κυνῶν) Κάρπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμικός Β1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA