ἀνεμόστροφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμόστροφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεμόστροφος ἐπίθ. Θρᾴκ.(Λούπιδ. Μυριόφ.) Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ ᾶρχ. ἐπίθ. ἀνεμόστροφος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου περιδινούμενος καὶ ἐξαφανιζόμενος Κύπρ.: Φρ. Δανεικὰ τιˬ ἀνεμόστροφα (ἐπὶ χρημάτων δανειζομένων, ἀλλὰ μὴ ἐπιστρεφομένων). Συνών. φρ. δανεικὰ κιˬ ἀγύριστα. 2) Διάστροφος, στρεβλός, ἐν γένει ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν ἀνώμαλον καὶ άκανόνιστον (ἐδήλου κατ’ ἀρχὰς τὸν διὰ τῆς ἐπιδράσεως τοῦ ἀνέμου διαστρεβλωθέντα καὶ ἐλέγετο ἐπὶ ξυλίνων ἀντικειμένων) Κύπρ. : ᾿Ανεμόστροφον ξύλον-σανίδιν κττ. ᾿Ανεμόστροφη βέρgα. Ἀνεμόστροφος ἄνθρωπος (ὁ ἔχων ἀκανόνιστον σῶμα). β) Μεταφ. ὁ ἀστάτου χαρακτῆρος ἢ ὁ στρεβλός τὸ ἦθος Κύπρ.: Ἄνθρωπος ἀνεμόστροφος. 3) Οὐσ., ἀνεμοστρόβιλος, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. (Λούπιδ. Μυριόφ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA