ἀνεμόστυλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμόστυλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνεμόστυλος ὁ, Μέγαρ.-ΜΦιλήντ. Γλωσσογν. 3,141 ἀνιμόστουλους Θεσσ. ἀνιμόστ’λους Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Λεπεν.) ἀνιμόστ’λου τό, Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ στῦλος.

Σημασιολογία

Ὁ κατακόρυφος στῦλος, περὶ τὸν ὁποῖον στρέφεται ἡ ἀνέμη. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμόκορμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/