ἀνεμοσυρμὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμοσυρμὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνεμοσυρμὴ ἡ, ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 66-Λεξ. Δημητρ. ἀνεμόσυρμο τό, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ συρμή.

Σημασιολογία

Ἰσχυρὰ πνοὴ ἀνέμου: ᾿Ανεμοσυρμή ξεφουντάρισε τὰ καΐκιˬα ᾿ς τὸ λιμάνι Λεξ. Δημητρ. Ἦρθε ἡ ἀνεμοσυρμὴ μέ τούμπανα καὶ γκάιδες (προσωποποίησις τῆς λ.) ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμικός Β 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/