ἀνεμοτάραξι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοτάραξι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεμοτάραξι ἡ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ροδ. Σύμ.-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ τάραξι.
Σημασιολογία
1) Βιαία ἀνέμου πνοή, θύελλα, ἀνεμοστρόβιλος Ρόδ. Σύμ.-Λεξ. Δημητρ.: ᾊσμ. Ὅταν ἀστράφτω καίω σε, ὅταν βροντῶ χαλῶ σε κιˬ ἂν κάμω ἀνεμοτάραξι, παίρνω σε καὶ πνίω σε Λεξ. Δημητρ. Τῆς ἀστραπῆς παιδὶν εἶμαι καὶ τῆς βροντἣς ἀγγόνι καὶ τῆς ἀνεμοτάραξις δισάγγονόν της εἶμαι Ρόδ. Συνών. ἰδ. ἑν λ. ἀνεμικός Β1. 2) Βλάβη φθορὰ Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Κακώτερην ἀνεμοτάραξι δὲν ἐίνην ἀπὸ ’κείνη βοῦ ᾽καμες τοῦ ποτιστικοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA