ἀνεμοταραχὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοταραχὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεμοταραχὴ ἡ, πολλαχ. ἀνιμουταραχή Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) κ. ἀ. ἀνεμοτάραχο τό, Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ ταραχή. Ἡ λ. καὶ. παρὰ Γερμ.
Σημασιολογία
1) ᾿Ανεμοτάραξι , ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. φρ. ’Σ τ᾿ν ἀνιμουταραχὴ χαίριτι ἡ λύκους (ἐπὶ φαῦλον ἐπωφελουμένου ἀνωμάλου περιστάσεως) ’Αδριανούπ.-Παροιμ. Τώρᾳ 'ς τ᾿ν ἀνιμουταραχὴ κατούρε͜ιε μι κ᾿ ἰσύ, χιλώνα (ἐπὶ τοῦ ἐν δυστυχίᾳ δεχομένου ἀγογγύστως τὰς προσβολὰς κατωτέρων) ᾊνδρ. ǁ Ποίημ. Παντοῦ σεισμοί, φουρτοῦνες, ἀνεμοταραχές, ἀστροπελέκιˬα, χρόνιˬα, χαλάζιˬα καὶ βροχὲς ΓΣουρῆ Ἅπαντ. 1,280. 2) Σύγχυσις, θόρυβος Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA