ἀνεμοτάραχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοτάραχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεμοτάραχτος ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ἐπιθ. *ταραχτὸς < ταράζω.
Σημασιολογία
Ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ταρασσόμενος: ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Καράβιˬα ἀνεμοτάραχτα κιˬ ἀγεροτσακισμένα, φουρτούνα δὲ σᾶς πάλεψε τέτο͜ια ποῦ δέρνει ἐμένα (ἀγεροτσακισμένα=τσακισμένα ὑπὸν τοῦ ἀέρος) Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA