ἀνεμοτρουλλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμοτρουλλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεμοτρουλλιˬάζω, ἀνεμοτουρλιˬάζω Λεξ. Δημητρ. ἀνιμουτουρλιˬάζου Στερελλ (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ρ. τρουλλιˬάζω.

Σημασιολογία

’Ενσκήπτων ἀπροσδοκήτως προξενῶ σύγχυσιν καὶ σκορπισμὸν ἔνθ’ ἀν. : Τοὺ γιρά' ἀνιμουτούρλιˬαξι τ᾿ς κόττις Αἰτωλ. ᾿Ανιμουτουρλιˬάχτ’καν τὰ γίδιˬα άπ’ τοὺ λύκου αὐτοθ. ǁ ᾎσμ. Τούς Τούρκους παίρνουν ὀμπροστά, τοὺς ἀνεμοτουρλιˬάζουν Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/