ἀνεμούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνεμούρα ἡ, (Ι) ΚΤεφαρίκ. Λιανοτράγ. 12

Ετυμολογία

Εκ τοῦ οὐσ. ἀνεμούρι κατὰ τύπ. μεγεθυντικόν.

Σημασιολογία

Τὸ ἐργαλεῖον διὰ τοῦ ὁποίου ἐκτυλίσσεται ἐκ τῆς ἀνέμης τὸ νῆμα καὶ. τυλίσσεται εἰς τὰ καλάμια, σβίγα ᾎσμ. Ἀνεμοστάτης θὰ γενῶ κιˬ ἀνέμη νὰ γυρίζω καὶ ἀνεμούρα ὁλόχρυση γιˬὰ νὰ σὲ περγ’ρίζω. Συνών. ἀνεμούρι (Ι) 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/