ἀνεμούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεμούρα ἡ, (ΙΙ) Κῶς Πελοπν (Ἀνδρίτσ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Λαστ Μεσσ Οἰν. Τρίκκ.) κ. ἀ.-ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 30 -Λεξ. Κομ. Αἰν. Μπριγκ Βλαστ ἀνιμούρα Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀλεμούρα Χίος
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούρα Ἰδ Κορ. Γραμματ 84. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ. Τὸ ἀλεμούρα κατ᾿ ἀνομ.
Σημασιολογία
1)᾿Ισχυρὰ πνοὴ ἀνέμου, καταιγίς, θύελλα ἔνθ’ ἀν.: Σ ᾽κώθ’τσε ἀνεμούρα Κλουτσινοχ. Φυσάει ἀνεμούρα Μεσσ. Σήμιρα εἴνι ἀνιμούρα Αἰτωλ. Μεγάλη ταραχὴ μὲ τὸ ἄκουσμα σηκώθηκε σὰν ξαφνική ἀνεμούρα μέσα ’ς τὸ χωριˬὸ ΓΒλαχογιανν ἔνθ’ ἀν Ἡ σημ. καὶ παρὰ Γερμ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀνεμικὸς Β 1. β) Μετων ὁ προκαλῶν σκάνδαλα, ρᾳδιοῦργος, ταραχοποιὸς Χίος: Μιˬὰ ἀλεμούρα ποῦ ’ναι! Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακατούρης 2) Λεπτὴ βροχὴ συνοδευομένη ὑπ᾿ ἀνέμου Πελοπν. (Οἰν.): Πέφτει ἀνεμούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA