ἀνεμούρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμούρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνεμούρι τό, (ΙΙ) Θήρ.-ΛΠαλάσκ. Ὀνοματολόγ. 32-Λεξ. Αἰν. ᾿Ηπίτ. Βλαστ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀνεμούριον.

Σημασιολογία

1) Ὄργανον δεικνύον τὴν διεύθυνσιν τῶν ἀνέμων, ἀνεμοδείκτης ΛΠαλασκ ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. ᾿Ηπιτ Βλαστ. Δημητρ.: Ἀνεμούρι κατάκορφα ᾽ς τὴ σκεπὴ Λεξ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμοδούρα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κασ 2) Ὁ χαρταετὸς τῶν παιδίων Λεξ Αἰν. 3) Κολοκύνθη κενὴ προσδεδεμένη εἰς τὸ ἄκρον δικτύου καὶ ἐπιπλέουσα, ἡ οποία χρησιμεύει πρός εὕρεσιν τοῦ δικτύου Θήρ. Συνών. σημαδούρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/