ἀνεμοχύνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοχύνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμοχύνω ᾿Ιων. (Κρήν.)-ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 38 ᾿νεμοχύνω Ἴων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ρ. χύνω.
Σημασιολογία
1) Μετβ. ἀνακινῶ, ἀναταράττω τι ἰδίᾳ τὰ ἐντὸς χύτρας βράζοντα ὄσπρια Ἴων. (Κρήν.) 2) Ἀμτβ. σείομαι, κυματίζω εἰς τὸν ἀέρα ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Καὶ τὰ μαλλιˬά της ξέπλεχα ᾿ξοπίσω ἀνεμοχύνουν. Συνών. ἀνεμίζω (Ι) 5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA