ἀνέμπαιγμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέμπαιγμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνέμπαιγμα τό, ἀμάρτ. ἀνάμπαιγμα ΑΚαρκαβίτσ. Λόγ. πλώρ 34-Λεξ. Βλαστ. ἀνάπαιγμα Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ 1,254 ἀνάμπαιμα Μεγιστ. ἀνέμπαισμα Καρπ. ἀνάμπαισμα Μεγιστ. Τσακων ἀνάbαισμα Βιθυν. ἀνάμπισμα Εὔβ (Στρόπον.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνεμπαίζω. Τὸ ἀνάπαιγμα κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἁπλοῦ ρ. παίζω.

Σημασιολογία

1) Ἐμπαιγμός, χλεύη Βιθυν. Συνων ἀναγέλασμα 1, ἀνάγελο 1, ἀνεμπαίγνιδο 2. 2) Τὸ ἀντικείμενον τοῦ ἐμπαιγμοῦ, παίγνιον ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἀνάμπαιγμα τοῦ κόσμου ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν. ǁ Παροιμ. Τ᾿ ἀνέμπαισμα τῆς ᾿ειτονιˬᾶς ἀνεμπαίζει τὴν ’ειτονιˬὰν (ἐπὶ τοῦ σκώπτοντος ἄλλον δι’ ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα καὶ ὁ ἴδιος ἔχει καὶ μάλιστα μεγαλύτερα) Κάρπ. Ἔκατσαν τ᾽ ἀναμπαίματα ᾽ς τοῖς στράτες κιˬ ἀναμπαίζουν (συνών. τῇ προηγουμ.) Μεγιστ. Συνων. ἀναγέλασμα 2, ἀναγέλαστρον, ἀνάγελο 2, περιγέλασμα, περίγελως, περίπαιγμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/