ἀνεμπαίγνιδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμπαίγνιδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνεμπαίγνιδο τό, ΙΚονδυλάκ.Πατούχ.107 ἀνεbαίγνιδο Κρητ.

Ετυμολογία

Ἐκ του ρ. ἀνεμπαίζω κατ’ ἐπίδρασιν του οὐσ. παιγνίδι. Ὁ μεταπλασμός τῆς καταλ. διὰ τὴν σύνθεσιν, πβ. παιδί ἀλλὰ παλα͜ιόπαιδο, χωράφι ἀλλ’ ἀνεμοχώραφο κττ.

Σημασιολογία

1) Ἀνέμπαιγμα 2 ὃ ἰδ., Κρητ.:Τ’ ἀνεbαίγνιδο τῶν ἀνθρώπω-τοῦ κόσμου- τοῦ χωριˬοῦ 2) Ἀνέμπαιγμα 1 ΙΚονδυλάκ.ἔνθ’ ἀν.:Φρ. Θα με πάρουνε’ ς τ’ ανεμπαίγνιδο (θα με σκώπτουν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/