ἀνεμπέφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμπέφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμπέφτω, ᾿νεμπέφτω Πόντ (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀρχ. ἐμπίπτω.
Σημασιολογία
Πίπτω: Μὴ τρέῃς, ’νεμπέφτεις. ǁ Παροιμ. φρ. Μονάχος του ποῦ ’νεμπέφτει ᾽κὶ κλαίει (᾽κὶ = δέν). Ποῦ ᾿νεμπέφτει γυρεύει κλαδὶν νὰ πιˬάνῃ (ὁ δυστυχῶν ζητεῖ μέσον σωτηρίας). Συνών. πέφτω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA