ἀνεμπλήζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμπλήζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεμπλήζω Κῶν ἀνεbληˬῶ Κρήτ. Μέσ. ἀναμπλήζομαι Σκῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. *ἐμπλήζω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐμπίπλημι.

Σημασιολογία

1) Πληρῶ γεμίζω Κρήτ. Κῶν 2) Μεσ. πληροῦμαι τροφῆς, χορταίνω Σκῦρ. : ᾿Αναμπλήστ᾿ τό μουλάρ’­τὸ πρόβατο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/