ἀνεμώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεμώνω, ἀνεμούου Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀνεμῶ. ᾿Ιδ. ΜΔέφνερ Λεξ. Τσακων. καὶ G.Anagnostopoulos Tsakon. Grammat. 48

Σημασιολογία

1) Ρίπτω εἰς τὸν ἄνεμον: Αἴνιγμ. Πέντε ι ἄγκαϊ, τόν τοῖχο γι ἀνεμούκαϊ (πέντε τὴν πήρανε, ’ς τὸν τοῖχο τὴν πετάξανε. Ἡ μύξα). 2) Μεσ. ὁρμῶ: Ἀνεμούε τἄτσου (ὥρμησεν ἔξω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/