ἀνεννο͜ιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεννο͜ιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεννο͜ιάζω, ᾿νεννο͜ιάζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ επιρρ ἀνέννο͜ια.
Σημασιολογία
Καθησυχάζω, ἀποκοιμίζω συνήθως διὰ βαυκαλημάτων, ἐπὶ παιδίου: Ἀ᾽νεννο͜ιάσω τὸ παιδὶ καὶ ᾿ανά ᾿ρτω (᾿ὰ = θά). Σὰ ’νέννο͜ιασε τὸ ᾽παιδὶ τὸ σκέπασε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA