ἀνεντήρητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεντήρητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνεντήρητα ἐπίρρ. ἀμάρτ. ἀντήρητα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Καρπ ἀdήρητα Κρήτ. (Σητ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνεντήρητος. Τὸ ἀντήρητα καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 1458 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «μ᾽ ἀπ’ ὅλους ἕνα στρατηγὸ ἔχεις τιμῆς | μεγάλης κι ἀντήρητα τοῦτον μπορεῖς ’ς τὸν πόλεμο νὰ βάλῃς» καὶ ἐν Ζήν. στ. 38 (ἕκδ. ΚΣάθα σ. 4) «ποῦ ἤμπαινες ἀντήρητα εἰς τῶν Τουρκῶν τὰ τόξα».
Σημασιολογία
Χωρὶς φόβον, ἀδιστάκτως ἀφόβως ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬάντα ντρέπεσαι; τραύα ἀντήρητα Αὐλωνάρ. Πέρνα ἀdήρητα καὶ μὴ φοβᾶσαι Σητ. Ἀdήρητα μίλε͜ιε αὐτοῦ ’Αdήρητα νὰ δαίνῃς ᾿ς τὸ σπίτι μαςνὰ πηαίνῃς 'ς τὸ δρόμο σου Κρήτ Συνών. ἄφοβα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA