ἀνεντράνισι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεντράνισι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεντράνισι ἡ, Λεξ. Δημητρ. ἀνεdράνισι Κρήτ. ἀναdράνισι Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνεντρανίζω.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ βλέπῃ τις. Συνών. ἀνεντράνισμα. 2) ᾿Ανάπαυσις, ἀνακούφισις (ὅταν περιφέρῃ τις τὰ βλέμματα πέριξ καὶ βλέπῃ ἐλευθέρως ὅπως θέλει, σημαίνει ὅτι δὲν ἐργάζεται, πβ. καὶ τὴν ἀνωτέρω φρ. δὲν ἀναdρανίζει ἀπὸ τὴν δουλε͜ιὰ) Κρήτ. : Δὲ μ’ ἀφίνουν τὰ βάσανα νὰ δῶ ἀναdράνισι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA