ἀνεντράνισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεντράνισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνεντράνισμα τό, Λεξ. Πρω ἀνεdράνισμα Κρήτ. ἀναdράνισμα Κρήτ. Κύθηρ. ’νεντράνισμα Νίσυρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνεντρανίζω. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 1911 (ἔκδ. ΣΞανθουδ) «καὶ μ᾿ ἕνα ἀνεντράνισμα σὰν παραπονεμένο»
Σημασιολογία
Τὸ νὰ ἀνεντρανίζῃ τις, νὰ βλέπῃ, βλέμμα ἔνθ᾽ ἄν.: ᾊσμ. Πάψε τ᾽ ἀνεdρανίσματα, τὸ κούνισμα ποῦ κάνεις, μ᾿ ἕνα μαχαίρι δίστομο μέσ᾽ ᾿ς τὴ gαρδιˬά μου βάνεις Κρήτ. Εἰς τ᾿ ἀναdράνισμά μου θωρῶ μιˬὰ gωπελλιˬά κ᾽ ἔκανε τὸ σταυρό τζη κ᾽ ἔλαb’ ἡ ἐκκλησιˬὰ αὐτόθ. Ἔχει τοῦ κίτρου μυρωδιˬά, τῆς ἀροδάφνης κάλλη κ᾽ ἔχει καὶ τὸ ᾽νεντράνισμα τ᾽ ἅι-Γεˬωργιˬοῦ τό πνέμα Νισυρ. Συνών. ἀνεντράνισι. Πβ. ἀνατράνισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA