ἀνέξαγο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέξαγο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνέξαγο τό, ἀνάξαο Μύκ.
Ετυμολογία
Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. ἐξάγι, παρ’ ὃ καὶ ᾿ξάγι.
Σημασιολογία
Ὡρισμένη ποσότης δημητριακοῦ καρποῦ παρεχομένη εἰς τὸν μυλωθρὸν ὡς τίμημα τοῦ ἀλέσματος:Ἄφ’σέ μ’ τ᾽ ἀνάξαο! (μὴ μοῦ κρατήσῃς τὸ τίμημα !) Συνών. ἐξάγι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA