ἀνέξοδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέξοδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνέξοδος ἐπίθ. πολλαχ. ἀνέξουδους Στερελλ. (Καλοσκοπ.) κ. ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ ἔξοδο. Πβ. καὶ μεταγν. ἀνέξοδος =ὁ μὴ ἔχων ἔξοδον, ἀδιέξοδος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἄνευ ἐξόδων, ὁ μὴ συνεπαγόμενος δαπάνην, ἀδάπανος ἔνθ’ ἀν. : Ἡ κόττα εἶναι ἀνέξοδο πρᾶμα. ᾿Ανέξοδο γλέντιταξίδι φαγεῖ κττ. πολλαχ Θὰ φκε͜ιάσου τοὺ σπίτι μ’ ἀνέξουδου Καλοσκοπ. 2) Ὁ μὴ ἐξοδεύων, φειδωλὸς Λεξ. Δημητρ.: Ἀνέξοδη γυναῖκα. Πβ. ἀξόδιˬαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA