ἀνεπιτήδειος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεπιτήδειος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνεπιτήδειος ἐπίθ. λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνεπιτήδειος.

Σημασιολογία

Ἀδέξιος, ἀνίκανος: ’Ανεπιτήδειος τεχνίτης. Ἀνεπιτήδεια ράφτρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/