ἄνεργος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνεργος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄνεργος ἔπίθ. σύνηθ. ἄνερκος Κύπρ. ἄνιργους βόρ. ἰδιώμ. ἄναργος Θρᾴκ. Πόντ. (Οἰν.) ἄναργους Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Σουφλ.) ἄεργος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) ἄεργιˬος Μεγίστ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἄνεργος. Πβ. καὶ ἀρχ. ἐπίθ. ἄνεργος = ὁ μὴ γενόμενος, ἀτέλεστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἐργαζόμενος ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ εὕρῃ ἐργασίαν ἔνθ’ ἀν.: Κάθεται ἄνεργος ἢ ἄεργος σύνηθ. Ἄνεργες μέλισσες (αἱ μὴ παράγουσαι μέλι) Κύθν. Σίφν. Κὶ τὰ δυˬὸ ἀδέρφιˬα ἄνιργα εἶνι Σκόπ. Ἐέντον δύο ἑβδομάδας ἄεργος κάθουμαι Χαλδ. || Παροιμ Ἄνεργος δουλειὰ δὲν ἔχει, τό βρακί του λυˬεῖ καὶ δένει (ἐπὶ τοῦ ἀσκόπως ἐργαζομένου) Κρήτ. Γνωμ. ’Σ τὸν ἄνεργο τὸν ἄνθρωπο ἡ μέρα φαίνεται χρόνος Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η 8185 (ἔκδ. JSchmitt) «ὅλοι τὸν θέλουσι γελᾷ, μέμφεσται καὶ ὀνειδίζει, | διότι ἐστράφη ἄνεργος, τὴν ἔξοδόν του ἐχάσε». 2) Ὁ μὴ χρησιμοποιούμενος, ἀχρησιμοποίητος ἢ ὁ ἀδρανὴς πολλαχ. : Τὸ κρεμαστὀ ρολόι σκούριˬαζε ἄνεργο ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 22 Ἄνεργα σύνεργα αὐτόθ. 24 Τὰ παλληκάριˬα στεκόντανε μὲ τὰ χέριˬα ἄνεργα ΧΧρηστοβασ. Διαγων. 24 Ἄνεργη ζωὴ ΚΠαλαμ. Ἀσάλ ζωὴ2 119 || Ποίημ. Καριοφίλιˬα ξακουστὰ καὶ χίλιˬα γιˬαταγάνιˬα, τί κρῖμα ποῦ ’ταν ἄνεργα καὶ τὰ φοροῦσε ὁ τοῖχος ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,82. 3) Ὁ μὴ καλλιεργούμενος, ἀκαλλιέργητος ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντιλογ 101: Τέτο͜ια συλλογιζόταν ὁ μικρός, ἐνῷ περνοῦσε τά χωράφιˬα τ᾽ ἄνεργα, τ᾽ ἀκλάδευτα λιˬοστάσιˬα κ᾿ ἔφτανε ᾿ς τ᾿ ἀμπέλι, ἀδούλευτο κιˬ αὐτό. 4) Ἐπὶ χρόνου, ὁ καθ’ ὃν δὲν ἐργάζεταί τις, ὁ καθ’ ὃν ἀργεῖ ΜΤσιριμώκ. ᾿Εκ βαθ. 45: Ἄνεργα βράδυˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA