ἀνέρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνέρωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Σούρμ. Τραπ.) ἀνέρουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀνέρουτε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *νερωτός < νερώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀναμειχθεὶς μεθ’ ὕδατος, ἄκρατος: Γάλα - κρασὶ - ξίδι ἀνέρωτο κοιν. || Φρ. Τὸ πίνει ἀνέρωτο (ἐνν. τὸ κρασί. ᾿Επὶ μεθύσου) Λεξ. Δημητρ. Μόνο τὸ πρῶτο κερνάει ἀνέρωτο (μόνον ἐν ἀρχῇ φέρεται τιμίως) αὐτόθ. ’Αντίθ. νερωμένος (ἰδ. νερώνω). Πβ. ἁγναῖος 1, ἁγνὸς Β1, ἄκρατος. μονᾶτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA