ἀνεύγενος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεύγενος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεύγενος ἐπίθ. ΚΚρυστάλλ. Εργα 2,131.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. εὐγενής.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ εὐγενὴς εἰς τοὺς τρόπους, χυδαῖος: Τὄστειλε ἕνα πικρὸ γράμμα γιˬά ἐκδίκησι ὁ ἀνεύγενος ποῦ τοῦ κατηγοροῦσε τὴ γενεˬά. Συνών. ἀγενής βάρβαρος ἀντίθ. εὐγενής.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA